- δροσούλα
- η1. δροσιά2. αρκετή δροσιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταψυχίτσιν — καταψυχίτσιν, τὸ (Μ) δρόσισμα τού καιρού, δροσούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατά ψυχον + υποκορ. κατάλ. ίτσιν (πρβλ. καταλογ ίτσιν, κρομμυδ ίτσιν)] … Dictionary of Greek
καταψύχιν — καταψύχιν, τὸ (Μ) [καταψύχω] δρόσισμα τού καιρού, δροσούλα … Dictionary of Greek